- ανατιμώμαι
- ανατιμώμαι, ανατιμήθηκα, ανατιμημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανεβοκατεβαίνω — έβηκα 1. ανεβαίνω και κατεβαίνω επανειλημμένα κάτι: Γιατί ανεβοκατεβαίνεις όλη την ώρα τις σκάλες; 2. ανατιμώμαι και υποτιμώμαι: Η τιμή του δολαρίου ανεβοκατεβαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)